- εναερος
- ἐνάεροςἐν-άερος2(ᾱ) цвета воздуха, воздушный
(χρῶμα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χρῶμα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ενάερος — η, ο (AM ἐνάερος, ον) εναέριος αρχ. αυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, που δεν διακρίνεται. επίρρ... ενάερα και ανάερα εναέρια, με εναέριο τρόπο, ανάλαφρα … Dictionary of Greek
ἐνάερον — ἐνά̱ερον , ἐνάερος tinted like the air masc/fem acc sg ἐνά̱ερον , ἐνάερος tinted like the air neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)